ακατέβατος

ακατέβατος
-η, -ο
1. ο ακατέβαστος
2. εκείνος, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατέβει
«ακατέβατος γκρεμός»
3. αυτός, στον οποίο δεν γίνεται μείωση, έκπτωση
«ακατέβατες τιμές» — και επίρρ. ακατέβατα
χωρίς καμιά έκπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κατεβατός < κατεβαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακατέβατος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να μειωθεί, να κατεβεί πιο κάτω: Η τιμή που σου είπα είναι ακατέβατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”